„απαλύνω“: μεταβατικό ρήμα απαλύνω [apaˈlino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mildern mildern απαλύνω απαλύνω