„mildern“: transitives Verb milderntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω μαλακώνω, απαλύνω mildern Schmerz mildern Schmerz μετριάζω mildern mäßigen mildern mäßigen examples mildernde UmständeMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl ελαφρυντικά στοιχείαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl mildernde UmständeMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl