„αξιολογώ“: μεταβατικό ρήμα αξιολογώ [aksioloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bewerten, auswerten bewerten, auswerten αξιολογώ αξιολογώ examples αξιολογώ εκ των υστέρων nachbereiten αξιολογώ εκ των υστέρων