ανώτερος
[aˈnoteros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ανώτερη, ανώτεροOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- obere(r, s), Ober-ανώτεροςανώτερος
- höhere(r, s)ανώτεροςανώτερος
- bessere(r, s)ανώτερος καλύτεροςανώτερος καλύτερος
- überlegen (γενική | Genitivgen σεδοτική | Dativ dat an+δοτική | +Dativ +dat in+δοτική | +Dativ +dat)ανώτερος υπερέχωνανώτερος υπερέχων
examples
-
- ανώτερη στάθμηθηλυκό | Femininum, weiblich f νερούHochwasserstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ανώτερη τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich fOberschichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples
ανώτερος
[aˈnoteros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)