ανυπολόγιστος
[anipoˈlojistos], ανυπολόγιστη, ανυπολόγιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unschätzbar, unermesslichανυπολόγιστοςανυπολόγιστος
Thank you for your feedback!