„unschätzbar“: Adjektiv unschätzbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανεκτίμητος, ανυπολόγιστος ανεκτίμητος, ανυπολόγιστος unschätzbar unschätzbar