αντισυλληπτικός
[andisiliptiˈkos], αντισυλληπτική, αντισυλληπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- αντισυλληπτικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich nVerhütungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αντισυλληπτικό χάπιουδέτερο | Neutrum, sächlich nAntibabypilleθηλυκό | Femininum, weiblich f