αντιμετωπίζω
[andimetoˈpizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gegenübertreten+δοτική | +Dativ +datαντιμετωπίζω κίνδυνοαντιμετωπίζω κίνδυνο
- konfrontiert werden (αιτιατική | Akkusativakk mit)αντιμετωπίζω προβλήματααντιμετωπίζω προβλήματα
examples
- αντιμετωπίζω κάτι ευνοϊκάeiner Sache wohlwollend gegenüberstehen
- αντιμετωπίζω κ-ν/κ-ι αποφασιστικάzielsicher auf j-m/etw zugehen