ανταγωνιστικός
[andaɣonistiˈkos], ανταγωνιστική, ανταγωνιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- konkurrenzfähigανταγωνιστικόςανταγωνιστικός
Thank you for your feedback!