ανεπάρκεια
[aneˈparkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mangelαρσενικό | Maskulinum, männlich mανεπάρκειαFehlenουδέτερο | Neutrum, sächlich nανεπάρκειαUnzulänglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανεπάρκειαανεπάρκεια
- Schwächeθηλυκό | Femininum, weiblich fανεπάρκεια ιατρική | MedizinιατρInsuffizienzθηλυκό | Femininum, weiblich fανεπάρκεια ιατρική | Medizinιατρανεπάρκεια ιατρική | Medizinιατρ
examples
- ανεπάρκεια τροφίμωνLebensmittelknappheitθηλυκό | Femininum, weiblich f