„αναθεματίζω“: μεταβατικό ρήμα αναθεματίζω [anaθemaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verdammen, verfluchen verdammen, verfluchen αναθεματίζω αναθεματίζω