„verdammen“: transitives Verb verdammentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καταδικάζω, καταριέμαι, αναθεματίζω καταδικάζω verdammen verdammen καταριέμαι, αναθεματίζω verdammen verdammen examples das Projekt ist zum Scheitern verdammen το έργο είναι καταδικασμένο σε αποτυχία das Projekt ist zum Scheitern verdammen