αναθέτω
[anaˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έθεσα; -ατέθηκα; -ατεθειμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- auftragen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)αναθέτωübertragen, beauftragen (κάτι σε κάποιον jemanden mit etwas)αναθέτωzuteilenαναθέτωαναθέτω
examples