„auslagern“: transitives Verb auslagerntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη auslagern Produktionet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc auslagern Produktionet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc