„αναζωογονητικός“ αναζωογονητικός [anazooɣonitiˈkos], αναζωογονητική, αναζωογονητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) belebend, regenerierend, revitalisierend belebend, regenerierend, revitalisierend αναζωογονητικός αναζωογονητικός examples αναζωογονητικό κλίμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Reizklimaουδέτερο | Neutrum, sächlich n αναζωογονητικό κλίμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n