Reizklima
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αναζωογονητικό κλίμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nReizklimaReizklima
- τεταμένη ατμόσφαιραFemininum, weiblich | θηλυκό fReizklima in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigReizklima in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig