αναγνωρισμένος
[anaɣnorizˈmenos], αναγνωρισμένη, αναγνωρισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- anerkanntαναγνωρισμένοςαναγνωρισμένος
examples
- αναγνωριστικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n ταυτότηταςErkennungsmarkeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αναγνωριστικός αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m φακέλουAktenzeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n