„Aktenzeichen“: Neutrum, sächlich AktenzeichenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αναγνωριστικός αριθμός φακέλου αναγνωριστικός αριθμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m φακέλου Aktenzeichen Aktenzeichen