„ανένδοτος“ ανένδοτος [aˈnenðotos], ανένδοτη, ανένδοτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unnachgiebig unnachgiebig ανένδοτος ανένδοτος examples μένω ανένδοτος hart bleiben μένω ανένδοτος