ανάπτυξη
[aˈnaptiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Entwicklungθηλυκό | Femininum, weiblich fανάπτυξηανάπτυξη
- Wachstumουδέτερο | Neutrum, sächlich nανάπτυξη εμπόριο | Handelεμπανάπτυξη εμπόριο | Handelεμπ
- Darstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fανάπτυξη θέματοςανάπτυξη θέματος
- Entfaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fανάπτυξη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανάπτυξη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- ανάπτυξη προσωπικότηταςPersönlichkeitsentfaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανάπτυξη στο εξωτερικόAuslandseinsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ανάπτυξη στρατευμάτων στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατTruppeneinsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m