„Nullwachstum“: Neutrum, sächlich NullwachstumNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) οικονομική στασιμότητα οικονομική στασιμότηταFemininum, weiblich | θηλυκό f Nullwachstum Nullwachstum