„ανάμικτος“ ανάμικτος [aˈnamiktos], ανάμικτη, ανάμικτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gemischt gemischt ανάμικτος ανάμικτος examples ανάμικτο ποτόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Longdrinkαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανάμικτο ποτόουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανάμικτο ψωμίουδέτερο | Neutrum, sächlich n Mischbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανάμικτο ψωμίουδέτερο | Neutrum, sächlich n