„αμμώδης“ αμμώδης [aˈmoðis], αμμώδης, αμμώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sandig sandig αμμώδης αμμώδης examples αμμώδες έδαφοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Sandbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich m αμμώδες έδαφοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n