„αμμουδερός“ αμμουδερός [amuðeˈros], αμμουδερή, αμμουδερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sand- Sand- αμμουδερός αμμουδερός examples αμμουδερή παραλίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Sandstrand αμμουδερή παραλίαθηλυκό | Femininum, weiblich f