αλοιφή
[aliˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Salbeθηλυκό | Femininum, weiblich fαλοιφήαλοιφή
examples
- αλοιφή για τα μάτιαAugensalbeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αλοιφή για τραύματαWundsalbeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αλοιφή ιωδίουJodsalbeθηλυκό | Femininum, weiblich f