„Augensalbe“: Femininum, weiblich AugensalbeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αλοιφή για τα μάτια αλοιφήFemininum, weiblich | θηλυκό f για τα μάτια Augensalbe Augensalbe