ακατέργαστος
[akaˈterɣastos], ακατέργαστη, ακατέργαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- roh, unbearbeitetακατέργαστος υλικόακατέργαστος υλικό
- ungeschliffenακατέργαστος χαρακτήραςακατέργαστος χαρακτήρας
examples
- ακατέργαστο διαμάντιουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφRohdiamantαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
hide examplesshow examples