„αιχμαλωτίζω“: μεταβατικό ρήμα αιχμαλωτίζω [exmaloˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gefangen nehmen gefangen nehmen αιχμαλωτίζω αιχμαλωτίζω