„αθλούμαι“: αποθετικό ρήμα αθλούμαι [aˈθlume]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sport treiben, trainieren Sport treiben, trainieren αθλούμαι αθλούμαι