„Sport“: Maskulinum, männlich SportMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σπορ, αθλητισμός σπορNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sport αθλητισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Sport Sport examples Sport treiben κάνω σπορ, αθλούμαι Sport treiben