αθέλητος
[aˈθelitos], αθέλητη, αθέλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ungewolltαθέλητοςαθέλητος
- unbeabsichtigt, unabsichtlichαθέλητος χωρίς πρόθεσηαθέλητος χωρίς πρόθεση
- unwillkürlichαθέλητος χειρονομίααθέλητος χειρονομία