„unbeabsichtigt“: Adjektiv unbeabsichtigtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αθέλητος, χωρίς πρόθεση αθέλητος, χωρίς πρόθεση unbeabsichtigt unbeabsichtigt