„αδίκημα“: ουδέτερο αδίκημα [aˈðikjima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vergehen, Straftat Vergehenθηλυκό | Femininum, weiblich f αδίκημα Straftatθηλυκό | Femininum, weiblich f αδίκημα αδίκημα