ήσυχος
[ˈisixos], ήσυχη, ήσυχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- μείνε ήσυχος/ήσυχη!sei unbesorgt!
-
- ήσυχος κυκλοφοριακά
Thank you for your feedback!