Herdentrieb
Maskulinum, männlich | αρσενικό min übertragenem Sinn | μεταφορικάfig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αγελαίο ένστικτοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nHerdentriebHerdentrieb