έμμεσος
[ˈemesos], έμμεση, έμμεσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- indirektέμμεσοςέμμεσος
examples
- έμμεσο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich nDativobjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n