„Dativobjekt“: Neutrum, sächlich DativobjektNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έμμεσο αντικείμενο έμμεσο αντικείμενοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Dativobjekt Dativobjekt