έγχρωμος
[ˈeŋxromos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, έγχρωμη, έγχρωμοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- έγχρωμη τηλεόρασηθηλυκό | Femininum, weiblich fFarbfernsehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- έγχρωμη φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich fFarbaufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
hide examplesshow examples
έγχρωμος
[ˈeŋxromos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)