„φωτοτυπία“: θηλυκό φωτοτυπία [fototiˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fotokopie Fotokopieθηλυκό | Femininum, weiblich f φωτοτυπία φωτοτυπία