„άλμπουμ“: ουδέτερο άλμπουμ [ˈalbum]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Album Albumουδέτερο | Neutrum, sächlich n άλμπουμ άλμπουμ examples άλμπουμ συλλογής Sammelalbumουδέτερο | Neutrum, sächlich n άλμπουμ συλλογής άλμπουμ φωτογραφιών Fotoalbumουδέτερο | Neutrum, sächlich n άλμπουμ φωτογραφιών