„Album“: Neutrum, sächlich AlbumNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; Alben> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άλμπουμ, λεύκωμα άλμπουμNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Album λεύκωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Album Album