ψύχραιμος
[ˈpsixremos], ψύχραιμη, ψύχραιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beherrscht, gefasst, gelassen, kaltblütigψύχραιμοςψύχραιμος
- coolψύχραιμος οικείο | umgangssprachlichοικψύχραιμος οικείο | umgangssprachlichοικ