ψοφώ
[psoˈfo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verendenψοφώ ζώοψοφώ ζώο
- ψοφώ πεθαίνω χυδαία | vulgärχυδ
- ψοφώ τρελαίνομαι για κάτι οικείο | umgangssprachlichοικ