„χορός“: αρσενικό χορός [xoˈros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tanz, Ball, Chor Tanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός χορός Ballαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός χοροεσπερίδα χορός χοροεσπερίδα Chorαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός σε αρχαίο ελληνικό δράμα, εκκλησία χορός σε αρχαίο ελληνικό δράμα, εκκλησία examples πάω για χορό tanzen gehen πάω για χορό σχολήθηλυκό | Femininum, weiblich f χορού Tanzschuleθηλυκό | Femininum, weiblich f σχολήθηλυκό | Femininum, weiblich f χορού όποιος μπαίνει στο χορό θα χορέψει παροιμία wer A sagt, muss auch B sagen όποιος μπαίνει στο χορό θα χορέψει παροιμία χορός λήξης Abschlussballαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός λήξης χορός με κλακέτες Stepptanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός με κλακέτες χορός μεταμφιεσμένων Kostümballαρσενικό | Maskulinum, männlich m Maskenballαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός μεταμφιεσμένων χορός σάλας Gesellschaftstanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός σάλας χορός στην όπερα Opernballαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός στην όπερα χορός στον πάγο Eistanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός στον πάγο χορός της κοιλιάς Bauchtanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορός της κοιλιάς hide examplesshow examples