σύντομος
[ˈsindomos], σύντομη, σύντομοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kurzσύντομος χρόνοςσύντομος χρόνος
- flüchtigσύντομος βλέμμασύντομος βλέμμα
- gedrungenσύντομος ύφοςσύντομος ύφος
examples
- σύντομες διακοπέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplKurzurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σύντομες ειδήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplKurznachrichtenπληθυντικός | Plural pl
- σύντομο δελτίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n ειδήσεωνKurzmeldungθηλυκό | Femininum, weiblich f