„Kurzurlaub“: Maskulinum, männlich KurzurlaubMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σύντομες διακοπές σύντομες διακοπέςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Kurzurlaub Kurzurlaub