„σύζυγος“: αρσενικό και θηλυκό σύζυγος [ˈsiziɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gatte, Gattin Gatteαρσενικό | Maskulinum, männlich m σύζυγος Gattinθηλυκό | Femininum, weiblich f σύζυγος σύζυγος examples σύζυγοιπληθυντικός | Plural pl Eheleuteπληθυντικός | Plural pl Ehepaarουδέτερο | Neutrum, sächlich n σύζυγοιπληθυντικός | Plural pl