„πρώην“: επίρρημα πρώην [ˈproin]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) der/die/das Ex-, der/die/das ehemalige... meine Exfrau... Exfreund... Exfreundin... Exfrau... Exmann... examples ο, η, το πρώην der/die/das Ex-, der/die/das ehemalige ο, η, το πρώην η πρώην γυναίκα μου meine Exfrau η πρώην γυναίκα μου πρώην αγόριουδέτερο | Neutrum, sächlich n Exfreundαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρώην αγόριουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρώην εγκληματίαςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vorbestrafte(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f πρώην εγκληματίαςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f πρώην κοπέλαθηλυκό | Femininum, weiblich f Exfreundinθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώην κοπέλαθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώην σύζυγοςθηλυκό | Femininum, weiblich f Exfrauθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώην σύζυγοςθηλυκό | Femininum, weiblich f πρώην σύζυγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Exmannαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρώην σύζυγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m hide examplesshow examples