„Ehepaar“: Neutrum, sächlich EhepaarNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αντρόγυνο, ζευγάρι, σύζυγοι αντρόγυνοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ehepaar ζευγάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ehepaar σύζυγοιMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl Ehepaar Ehepaar