στάθμευση
[ˈstaθmefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Haltenουδέτερο | Neutrum, sächlich nστάθμευση σταμάτημα, κ. οχήματοςστάθμευση σταμάτημα, κ. οχήματος
- Parkenουδέτερο | Neutrum, sächlich nστάθμευση παρκάρισμαστάθμευση παρκάρισμα
- Stationierungθηλυκό | Femininum, weiblich fστάθμευση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατστάθμευση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
examples
-
- απαγόρευσηθηλυκό | Femininum, weiblich f σταθμεύσεωςPark-/Halteverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n